- ἀνερίναστος
- ἀνερίναστος [pron. full] [ῑ], ον,A not ripened by caprification, of figs, Thphr.HP 2.8.3, CP2.9.12, Suid.; cf. ἀνηρίναστος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανερίναστος — ἀνερίναστος, ον (Α) 1. (σύκο) που ωρίμασε χωρίς να ορνιαστεί η συκιά 2. (συκιά) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για γονιμοποίηση ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εριναστός «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» < ερινάζω «γονιμοποιώ… … Dictionary of Greek
ἀνερίναστος — ἀνερί̱ναστος , ἀνερίναστος not ripened by caprification masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερίναστον — ἀνερί̱ναστον , ἀνερίναστος not ripened by caprification masc/fem acc sg ἀνερί̱ναστον , ἀνερίναστος not ripened by caprification neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερίναστα — ἀνερί̱ναστα , ἀνερίναστος not ripened by caprification neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)